σκοπέλῳ — σκόπελον mound neut dat sg σκόπελος lookoutplace masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπέλωι — σκοπέλῳ , σκόπελον mound neut dat sg σκοπέλῳ , σκόπελος lookoutplace masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
IOS — ins. in mari Myrtoo. Plin. l. 4. c. 12. una Sporadum, Homeri sepulchro veneranda, et matris Homeri natalibus, dicta putatur ἀπὸ Ι᾿ώνων οἰκησάντων, ut et a Lydis Lydia, et Phoenice, a Phoenicibus. Quippe etiam his nominibus insignitur, apud Steph … Hofmann J. Lexicon universale
προβλήτα — η / προβλής, ῆτος, ὁ, ἡ, Ν ΜΑ, τ. θηλ. προβλῆτις Α νεοελλ. 1. κάθε φυσική ή τεχνητή προεκβολή τής ξηράς η οποία εισχωρεί σε θάλασσα, λίμνη ή ποταμό και χρησιμεύει κυρίως για τη διευκόλυνση πλευρίσματος τών πλοίων, μόλος 2. φρ. «πλωτή προβλήτα»… … Dictionary of Greek
σκόπελος — I Ημιορεινός οικισμός (1861 κάτ., υψόμ. 150), στην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Βρίσκεται στα νότια του νομού και της επαρχίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (42 τ. χλμ., 2006 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι… … Dictionary of Greek